- ψηφίς
- ψηφίς, ῖδος: pebble, pl., Il. 21.260†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ψηφίς — ψηφί̱ς , ψηφίς small pebble fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίς — ῑδος, ἡ, ΜΑ βλ. ψηφίδα … Dictionary of Greek
ψηφῖδα — ψηφίς small pebble fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖδας — ψηφίς small pebble fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖδες — ψηφίς small pebble fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖδι — ψηφίς small pebble fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖδος — ψηφίς small pebble fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖσι — ψηφίς small pebble fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφῖσιν — ψηφίς small pebble fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… … Dictionary of Greek
μελαμψήφις — μελαμψήφις, ιδος, ό, ἡ (Α) (για ποταμό) αυτός που έχει μαύρα χαλίκια, σκούρα πετράδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ψηφίς, ίδος (< ψῆφος), πρβλ. ευ ψήφις] … Dictionary of Greek